πενταπλούς
Смотреть что такое "πενταπλούς" в других словарях:
πενταπλός — ή, ό / πενταπλοῡς, ῆ, οῡν και όος, όα, όον, ΝΑ ο πέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον ή κάτι άλλο, πενταπλάσιος νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από πέντε όμοια μέρη 2. αυτός που εμφανίζεται με πέντε μορφές ή επαναλαμβάνεται πέντε… … Dictionary of Greek
πενταπλώ — όω, Α [πενταπλοῡς] πολλαπλασιάζω επί πέντε, πενταπλασιάζω … Dictionary of Greek
ποσαπλούς — ή, οῡν, Α ποσαπλάσιος. επίρρ... ποσαπλῶς πόσες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πλοῦς (βλ. λ. πλός), κατά το πολλαπλοῦς και τα πολλαπλ. αριθμ. σε πλοῡς (πρβλ. πενταπλοῦς)] … Dictionary of Greek
ՀՆԳԵԿԻՆ — ( ) NBH 2 0108 Chronological Sequence: Early classical, 11c ա. πενταπλοῦς quintuplex. Հինգպատիկ. եւ հինգք մի ըստ միոջէ կամ միանգամայն. հնգեկի. հնգեակ. *Արար դուրս ... եւ սեամս հնգեկինս. ՟Գ. Թագ. ՟Զ. 32: (ա՛յլ ձ. հնգեքինս. իբր հինգեքկինս:)… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)